Ανέφικτη Πορεία
-
ένα μαχαίρι
ένα μαχαίρι στη καρδιά
έχω
μα δε βγαίνει
με το αίμα σαν λάδι να χύνεται
το χώμα να γλυκαίνει
κι είναι βαθιά η λαβωματιά
από των περασμένων μου τα χεριά
των περασμένων μου πτηνών που τα 'χα για περιστέρια
μα 'κείνα γύπες ήταν που έτρωγαν τη ψυχή μου
κι εγώ όσο μεγάλωνα βάδιζα μοναχή μου
η νύχτα είναι για τους ευάλωτους
η ημέρα για τους θαρραλέους
τούτο το συνειδητοποιείς φθάνοντας στους τελευταίους
όμως να μη φοβάσαι το μηδέν
αν στόχο έχεις το χίλια
ίσως ο δρόμος να 'ναι μακρύς
να περπατήσεις μίλια
μα κάπου θα λάβεις ροδόνερο από της Παναγιάς τα χέρια
να σε δροσίζει στο διάβα σου
να σου θυμίζει καλοκαίρια
όταν ο ήλιος δύει αργά
φωτίζοντας την όψη σου
όσο πιο χρυσά μπορεί
για να τυφλώνει τον εχθρό σου
στάσου αγέρωχα λοιπόν μες της ζωής τη πλάνη
ένα παραμύθι είναι κι αυτή
με χρέος της
τέλος καλό να σε γλυκάνει
την ιστορία τούτη κράτησε σαν να ΄τανε δικιά σου
γύρω σου οι άνθρωποι είναι πολλοί
μα φεύγουν μ' ένα Γειά σου
το ποίημα ''Ανέφικτη Πορεία ''
Αγγελική Γαρουφαλή / βραβευμένο ποίημα το έτος 2016 από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης
Έρως Aπόσταγμα
Κάμπος φρέσκων ψιθύρων
Ως σαν ερωτευμένων εφήβων μυστικά
Από χέρι καρδιάς με βελόνι κόκκινο ράβονται
Εκεί που άνθρωπος σε άνθρωπο
Κάμει το νήμα κόμπο ως υποσχέσεις αιώνων
Για να μην λυθούν ποτέ
Κι είναι τότε που με μάτια διαμάντια ο πρώτο Πλάστης Θεός
Ο Ένας των Πάντων απορεί
Πόσες στιγμές χωρούν σε φλέβα ερωτευμένου
και πόσες «Εγώ» δημιούργησα να χωρούν;
Πώς οι φλέβες τους δεν σκάνε από πίεση
γιγάντιων επιθυμιών ανάμεσα σε δάχτυλα
που τόσο να δεθούν πασχίζουν;
Πώς το πλήγωμα θανατωμένου από έρωτα παρελθοντικό
Σε χτύπους νέου γίνεται γέννα σάρκας λαμπρότερης
Νεότερης από τη πρώτο στατική;
Άγγελος με παρελθόν ανθρώπου από δεξί πλευρό Θεού
Περπατά σε πέπλο σκόνης χρυσού
Μιλώντας με φωνή πίστης σταθερής
Ψελλίζοντας πως ζώ σημαίνει
επιθυμώ να ερωτευτώ περισσότερο
Για να αντέξω περισσότερο τη φορά
Τη νύχτα όπου η Σελήνη
πάρει τη θέση ματιών που δεν είδα με μόνο θέλω να δώ
Σε νύχτα που θέλω να ζήσω περισσότερο
για να αγαπήσω περισσότερο
Με αντίτιμο πνοής από τη τελευταία μου ανάσα
Χτύποι Παλμών
Πόσες φορές ευχήθηκα κτήμα τον Έρωτα να έχω
Στα όσα φορτία πόνου έλεγα αντέχω
Εκείνα τα χρόνια πάλι να τα ζούσα
Να θυμηθώ τις στιγμές που τόσο αγαπούσα
Που από την αγάπη την πολύ πιο κοντά έφθανα
στη θνητή τη μορφή
Όμως η νιότη έρωτα και θάνατο δεν ξεχωρίζει
Ο έρωτας όποιον μπροστά του βρεί αρπάζει και σαπίζει
Τότε η νιότη μαραίνεται και έρχεται η πείρα
Γέρο σε κάνει στο μυαλό και στη ψυχή ολέθρια πλημμύρα
Σβήνει το χαμόγελο και τη καρδιά καρφώνει
Με σιγουριά αφήνει χώρο και για άλλα καρφιά
Γιατί στο μέλλον ο άνθρωπος τα ίδια λάθη ανταμώνει
Έξυπνα ο άνθρωπος φτιάχνει για την αγάπη γιατρειά
Γιατί αγάπη και έρωτα μπερδεύει
Λέει θα πάω με τη θηλυκή πλευρά
που ξέρει να ημερεύει
Ο έρωτας τότε με την αγάπη γελά γιατί μόνον εκείνος
με δική του μαχαιριά τον άνθρωπο σκοτώνει
Κάθε ανάσα αγάπης που ‘μείνε μπορεί και θανατώνει
Έτσι ο άνθρωπος δεν επιστρέφει ίδιος πια
και όλα τα αγαθά αρνείται
Μα θυμάται πως ο έρωτας χτυπά την πόρτα μια φορά και την αγάπη υμνείται
Θάλασσα Εσύ Θάλασσα εσύ Στα τόσα κύματά σου Τα επαναλαμβανόμενα Μα κανένα ίδιο Άραγε συγχωρείς το θράσος τους να φθάσουν στο τέρμα; Τα λησμονείς ώσπου στα βαθιά σου να ξαναγυρίσουν; Ή είσαι εσύ που τα σπρώχνεις να βρούν το δρόμο τους; Ή είσαι εσύ που τους φωνάζεις με του αέρα τη δύναμη πως η ζωή είναι στο παρακάτω; Θάλασσά μου παρακαλώ να σε θωρώ ώσπου άμμος σου να γίνω. Για να μάθω να αγαπώ μα και να δίνω |
Το Λιμπρέτο της ζωής Σε χρόνο που γδέρνει μη ψάχνεις να βρείς την αφορμή κείνος που γδαρμένος στέκει έχει ψυχή τολμηρή όταν παύει να βρέχει μάθε να ακούς τη σιωπή μην αναζητάς της βροχής τον κλέφτη θα σε κλέψει πρώτος σε μέρας στροφή μη συμπονάς όποιον οικειοθελώς πέφτει οφείλει ο ίδιος να σηκωθεί αυτός που γρήγορα τρέχει ξεχνά πάντα τη διαδρομή μην ακούς άνθρωπο που μόνο γνέφει δε θα κάνει ποτέ κίνηση ισχυρή φρόντισε να είσαι εσύ αυτός που κρατά το βελόνι που πλέκει που κινεί την ίδια του τη ζωή μήν γίνεις ποτέ το νήμα θα σε χρησιμοποιήσουν πολλοί & πολύ |
Ένα «Θα» αρκεί για να κάνεις το «Μπορώ» ζωή σου
Μια στάλα η ζωή
Μια στάλα χρόνου
Μια ηχώ αναστεναγμού
Μια ηχώ ανάσας
Αδένες σφιχτοί
Ώμοι δεμένοι
Κόμποι που ξεχωρίζουν τα δάχτυλα
Και δύο πατούσες δρόμος
Λακκούβες που βυθίζεται το βάρος του μυαλού
Και πέτρες κοφτερές που χτενίζουν τα μαλλιά μου
Σαν φρέσκα αμύγδαλα δύο μάτια μεγάλα
Απορροφούν φώς και σκοτάδι
Σκοτάδι και φώς
Ψυχή απαρτιζόμενη από λόφους ή λοφάκια
Κόκκοι στιγμών
Κι εγώ ένας ερημίτης που ανεβαίνω και γερνώ
Φυσά αγέρας θάρρους και μ’ανασηκώνει
Εκεί που η άμμος του μέσα μου
είναι ένα υποσχόμενο σατέν σεντόνι
Ύπνου απαλού
Φροντίδας ύπνου
Χτυπά μια καμπάνα πένθιμη
να μη ξεχνώ το πρώτο θάνατό μου
Το μαύρο γδύνεται μονομιάς από τη σάρκα
Φωτίζεται καθάριο το χρώμα του κορμιού μου
Είναι εκείνη η στιγμή
που είμαι πιο όμορφη από ποτέ
Είναι εκείνη η στιγμή
που αγκαλιάζω την ίδια μου τη πλάτη
Στιγμή που με αγαπώ όπως ποτέ ξανά-
Η στιγμή που δεν με εγκαταλείπω.
Μαραζωμένοι Πνεύμονες
Δύο μεγάλες αδυναμίες είχα
τη συγκίνηση και το τσιγάρο
Μα σαν το καλοσκέφτομαι
Κάθε που το άναβα το ρημάδι
μια ανάμνηση συγκίνησης
ως σφαίρα μου τρυπούσε το κρανίο
Ώσπου από τις φορές τις τόσες
γέμισε τρύπες το μυαλό μου
Άδειαζαν οι σκέψεις
Ξεχνούσα πρόσωπα
Μέρη και στιγμές
αλλά μόνο τις άσχημες
Καθώς κάθε πίκρα μυρίζει τσιγάρο
Για αυτό το 'κοψα
Ξεφλούδισα το πόνο απ' τη καρδιά πετώντας το φλοιό
Σήκωσα τους πνεύμονες μου με χέρια γυμνά και στις χαρακιές τους έχωσα φωτογραφίες δέκα χρόνων
Ώστε όταν ανασαίνω να μην λιγοστεύει ο αέρας της θάλασσας
Οι φωτογραφίες τσαλακωμένες και φουσκωμένες
Φουσκωμένες από υπερμεγέθη δάκρυα υποσχέσεων του μπορώντας
Το “θα” είναι εκείνο που καταστρέφει
Το “να” είναι αυτό που δηλώνει ανάγκη
Πολλές ήταν οι φορές που έλεγα πως ”θα“ ως τη μέρα που έφθασα με νύχια θρυμματισμένα από βράχια στον αγώνα του “να”
Το όνομά σου είναι τούτο που αντικατέστησε τη συγκίνηση και το τσιγάρο
Γιατί εσύ ήσουν η πρώτη αδυναμία..
οι άλλες δύο προστέθηκαν μετά.
Πάντα Δικός σου
Χάθηκες.
Σε ρούφηξε ξανά ο αφρός των ασυγχρόνιστων κυμάτων.
Έρως ίσον θάλασσα λένε-
Κι εσύ ασάλευτος άφησες τη μορφή σου να βυθιστεί στο πιο βαθύ κομμάτι της ψυχής μου.
Ξανά.
Μα πονά πολύ όταν βυθίζεσαι στο μέσα μου.
Γιατί με γδέρνει η αντίστασή σου.
Άραγε-
Πώς να μπορούσαν οι λέξεις να βγάλουν χέρια και να αγκαλιάσουν την απόσταση που μας χωρίζει;
Πώς να γινόταν η γλώσσα μου να τυλιχτεί γύρω από το στήθος σου ώστε να νιώσει
καλύτερα από κάθε άλλη μορφή αισθαντικής αφής
το αν η καρδιά σου χτυπά (ακόμη) στον ίδιο ρυθμό του τότε;
Πώς το “τότε” να μετατρεπόταν σε τώρα
για να μπορούσα έστω κάποια δευτερόλεπτα
να άκουγα μια ακόμη φορά
αυτή τη σταλίτσα λέξη;
Λέξη χαρακτηριστικής μοναδικότητας
που είχε αντικαταστήσει κάθε αντίο.
Λέξη δύο κουτών ακατανόητων συλλαβών , ανερμήνευτη.
Στις στιγμές εκείνες που με βιαιότητα ερχόταν η ριμάδα ώρα τα σώματα να ξεκολλήσουν για ένα γυάλινο παράθυρο λεωφορείου
αυτή η σταλίτσα λέξη ήταν τόσο ζωτικά αμοιβαία ως σαν εκπνοή.
Εμείς αντίο δεν λέγαμε και δεν ξεστομίσαμε ποτέ.. καθώς πώς να χωρέσει το Αντίο σε φλέβες που ρέουν
οι Όρκοι του για Πάντα;
Πώς;
Εκ διαθέσεων
Δε θέλω να αγαπώ καινούργιους έρωτες
πληγώνουν βαθύτερα γιατί τους πιστεύεις
από ανάγκη
Ανάγκη διάσωσης από τους προηγούμενους
Δε θέλω να αγαπώ καινούργια χέρια
γιατί προσπαθώ να σμιλεύσω χαρακιές όρκων από περασμένα ώστε να καταφέρω να φωλιάσουν τα νέα χέρια στα δικά μου
Δε θέλω να αγαπώ καινούργια μάτια γιατί αναγκάζομαι να θυμηθώ τα παρελθοντικά που τόσο λάτρεψα ώστε να τα αναιρέσω
Δε θέλω να αγαπώ ψιθύρους φρέσκους που μου τάζουν την ευτυχία
Γιατί η ευτυχία θέλει φωνή
Να με ξυπνήσει
Να διώξει τα δαιμόνια απόγνωσης που στοιχειώνουν δειλινά και ξημερώματα
Εγώ θέλω «Εσένα»
Που σε ψάχνω μέσα σε χρόνο αέναο
Ανθρώπου προηγούμενου και επόμενου
Ανθρώπων ακατάλληλων
Μάταια δεν σε βρίσκω
Σαν παιδί Χριστουγέννων πιστεύω στην ύπαρξη σου
Ως Άι Βασίλης ερχόμενος με δώρα πνευματικά
Καλοσύνης και Συμπόνιας
Φροντίδας και Πάθους
Δικαιοσύνης και Αμοιβαιότητας
Ο μόνος τρόπος που έχω εφεύρει για να συντηρηθεί ψυχή μου
Είναι το ρόζ σκοινάκι που της έδεσα μικρή
Για να αιωρείται στο παράδεισο που έχω πλάσει στο μέσα μου
Ένα κόσμο που περιμένει την άνοιξη για να ανθίσει περισσότερο μαζί της
Να σε μυρίσει στα ζουμπούλια
Να σε αισθανθεί στον ήλιο
Να σε δεί στη θάλασσα
Όταν κοιτώ τη θάλασσα αχνοφαίνεται να έρχεσαι προς στο μέρος μου
για το λόγο αυτό διαμένω πάντα κοντά της
Για να κολυμπήσω πρώτη
Εσύ που λείπεις
Σε ψάχνω μέσα στους αιώνες
Σε ψάχνω ανάμεσα στις μέρες
Βρίσκω το παρεμφερές σου και όχι εσένα
Αυτό που με πληγώνει πιο πολύ είναι ο χρόνος
Είναι πως δεν θυμάμαι το πότε
Πότε εσύ και εγώ ορκιστήκαμε πως σε κάθε «ζωή μας»
θα ψάχνουμε να βρούμε ο ένας τον άλλον;
Πότε σου φώναξα εγώ “θα σε βρώ” και
πότε εσύ απάντησες ”θα σε περιμένω“;
Τελευταία ασχολούμαι σθεναρά με τους αριθμούς προσπαθώντας να τους αποκρυπτογραφήσω για εσένα
Άραγε στις αλλεπάλληλες ζωές μας κάθε πότε σε συναντώ
Εσένα «χωρίς ως τώρα όνομα»
Είμαι βέβαιη πως θα αναγνωρίσω το βλέμμα σου
Και είναι αυτό που κάπου κάπου παρηγορεί το μέσα που σπαράζει
Κάθε φορά που τα βήματα μου ξανοίγονται στο παραπέρα σε σκέφτομαι και σε πλάθω
Είμαι πεπεισμένη πως είσαι εκεί έξω μαζί μου
Πως ζούμε παράλληλα ξανά
Γιατί ακόμη και το μακριά εμάς τους δύο μας ενώνει
Αλλά δεν ξέρω το πού είσαι αγάπη μου
Αφή των χεριών μου
Δευτερόλεπτα των « χωρίς εσένα στιγμών» μου
Φώς των ματιών μου και πυξίδα του μέσα μου
-
Σε περιμένω.
Σε περιμένω εγώ αυτή τη φορά.
Ανθρώπων σελίδα Αφρός άγριων κυμάτων η ζωή Και ‘γώ ένα αγκαθωτό κοχύλι Άραγε Θεέ γιατί δίνεις στον άνθρωπο τόση σιγουριά και του τη παίρνεις πίσω; Αφού στη δική σου αφεντιά «πλάσμα δικό σου» ελπίζει να μην πεθάνει ως λάθος Μα είσαι Εσύ ‘κείνος που του γνέφει στα θολά το να πράττει μόνο με πάθος Δώσε Θεέ κουράγιο στον άνθρωπο και στη ζωή ελπίδα Να ‘χει κι αυτός κοντά κάποια του ηλίου αχτίδα Να μην τον φάει η μοναξιά να μη ξεχαστεί στο χρόνο Και έτσι αυτός το πόνο θα τον κάμει ροδιά για του δίνει τύχη Για να μη του λάχει πάλι αυθεντικό πόνο να γνωρίσει Αντ' αυτού κοντά θα ‘χει τη δική του ροδιά με λίπασμα το πόνο του να ανθίσει |
Θνησιμότητα Σου δίνω την ύψιστη αλήθεια του θέλω Μα εσύ κοιτάς αλλού όσο εγώ αργοπεθαίνω Κι όταν η τελευταία ανάσα μου κουρνιάσει στο πλευρό σου Δεν θα είναι που δεν σε ποθώ θα είναι ο θάνατος σου ή εγώ «ο άνθρωπός σου» |
Γυναίκα Ποτέ μην εμπιστεύεσαι το γυαλί. Μοιάζει σε κάθε γυναίκα. Αφήνει αποτυπώματα Δεν είναι ασφαλές Σε ξεγελά δίνοντας αίσθηση ελευθερίας Σπάει και διασκορπίζεται σε πόδια πέρα απο τα δικά σου - πόδια ξένα περαστικών Το γυαλί είναι γένος ουδέτερο καθώς είναι κομμάτι απ' τα συντρίμια που άφησε η πρώτη γυναικά για εμάς τις υπόλοιπες. Να θυμόμαστε τη πρώτη γυάλα. |
Θολή Ζωή Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μου που ζωτική ανάγκη γίνεται το δάκρυ ν’ αφήσω να κυλήσει Να κλάψω ασταμάτητα πολύ Κι όταν τελικά το κάνω αλλά δάκρυα δεν χωρούν στη σακούλες τον ματιών μου Και τότε παραδίνομαι Στης μοίρας την αδικία που με έφθασε στο σημείο τούτο Εκεί που δεν αντέχει ο άνθρωπος αντέχει ο Θεός λένε- Άραγε με πιστεύει τόσο; Ή είμαι εγώ που τον πλάθω με δύναμη διδακτική εκείνος να ‘χει Ή είμαι εγώ που του δίνω την υπέρτατη μορφή , τη Συμπαντική Θεέ βγαίνω και φωνάζω ως και το τελευταίο σημείο στο κόσμο τούτο να ακούσει ΘΕΕ λέγω - ΥΠΑΡΧΕΙΣ; Ή μήπως είσαι σκεύασμα της ανημποριάς τ’ ανθρώπου; Βρέξε μια σταγόνα δικαιοσύνης ψελλίζω.. -και εγώ θα Μ’ αντέξω |
Επανάληψη Το κενό πονά Το κενό πληγώνει Είναι ‘κεινο που μας κάνει να νιώθουμε μόνοι Μα η ψυχή που σπαράζει Είναι εκείνη που σ’αλλάζει Σε μαθαίνει η μοναξιά να μην σε τρομάζει Ομως εσυ θυμάσαι και το κενό φοβάσαι Στα μέρη που τη ψυχή σου απήγαγαν Δεν θες να θυμάσαι Και εγώ κλαίω Στους όσους όρκους με πόνεσαν το Ναί μου ξαναλέω Και εσύ γελάς Με τον φόβο μου ξεσπάς Θαρρείς πως είμαι ανήμπορο στο πόνο Όμως ο Θεός που την αλήθεια ξέρει Σε κάθε ρυθμό του χρόνου δεν με αφήνει ποτέ μόνο Το χέρι του μου δίνει γιατί μόνο εκείνος με δίκαιο κρίνει Μου ψιθυρίζει την αγάπη να μην αναιρώ Είναι ‘κείνη που ακόμα με ανοιχτές πληγές με κρατά ακόμη ζωντανό |
Μνήμη Όταν φθάσει καιρός που απ' τα βήματά μας θ' ακούγεται μόνο ένας βουβός γδούπος γιατί το μπαστούνι δε βαστά ανάλαφρο το βήμα Όταν φθάσει καιρός που η φωνή μας βελούδο δεν θα έχει γιατί το γρανάζι του ήχου μας θα 'χει μόνο σκουριά Όταν φθάσει καιρός που τον φίλο θα τον θωρείς γείτονα εποχής λαθών που κάποτε ανταλλάζατε ένα πιάτο φαΐ όμως η εμπειρία του χρόνου σε έμαθε να αναιρείς για όσα το χέρι σου θα θυσίαζες Τότε θα καταλάβεις πως το τσεκούρι ξεχνά μα το δέντρο πάντα θυμάται. |
Ο πόλεμος
Τι να έκανα μάνα;
-σκεφτόμουν.
-περίμενα.
-βασανιζόμουν.
Ποιός κρότος από σφάξιμο κορμιού
θα έφτανε στα αυτιά μου
σαν βέλος;
Διαπερνώντας μου το κρανίο.
Σφηνώνοντας μια για πάντα.
Ρώτησα τη Παναγιά
τη νύχτα του θανάτου Της.
δεν είναι ακόμη ώρα απάντησε-
Το βουνό.
[δεν δέχεται]
Δεν δέχεται επισκέπτες απόψε.
Ο πόλεμος/Αγγελική Γαρουφαλή[voice] | |
File Size: | 808 kb |
File Type: | m4a |
Έρως Ανυπότακτος
Ξεθωριάζουν τα χνότα
Κάποιος ξένος χτυπά με οργή τη πόρτα
Θρυμματίζει το χέρι και ματώνει
Άραγε ο εγωισμός πότε τελειώνει
Ζήτω τη φωνή σου και σωπαίνεις
Θα ‘πρεπε να νιώθεις ευθύνη που με στοργή με γδέρνεις
Καθώς έχω τούτο να σου πώ
Τον Ερωτά σου ίσως τον αρνηθώ
γιατί πλάι σου βλέπω γνώριμο γκρεμό
Σώθηκα από εκείνον τρείς φορές
Θα με κρατήσεις αγκαλιά μόνο αν μου δείχνεις
πόσο το θές
Θαρρείς πως είμαι σκεπτική
είναι η ζωή μου βιαστική
Μα αν καταλάβαινες τα πώς και τα γιατί μου
Δεν θα σου ‘καμε εντύπωση η οργή μου
Είναι οργή συμπαντική
Αναρωτιέμαι αν σε έφερε στη σωστή στιγμή
Για να με πάς στο παρακάτω
Πολλές φορές αμφιβάλλω για το χρόνο
έπειτα γελώ και δεν το βάζω κάτω
Μα ‘κείνος είναι γνώριμος εχθρός
Αυτός γνωρίζει καλύτερα τα γιατί και τα πώς
Βαθιά πιστεύει πως του ανήκω
Όμως του ορίζω πως ζώ σε άχρονο οίκο
Για αυτό μην σου κάνει εντύπωση η δική μου η χημεία
Είναι εύφλεκτα υλικά θα δείς ποιός κατέχει το χρώμα στην πορεία
Κρατώ τη μπογιά και το πινέλο
Τον πίνακα ζωής μου τον βάφω όπως μόνο εγώ θέλω
Οι Εμείς
Το να 'χεις άνθρωπο
Σε ζωή απάνθρωπη
Μια ευλογία βροχής σε ξερό χορτάρι
Συμβολή Θεού σε άνθρωπο
Φίλος το χέρι να κρατά
Παράθυρα να κλείνει στο βοριά
Μοναξιά στη καρδιά να μη χωράει
Άγγιγμα στοργής στον φόβο σου να δίνει
Κάθε ανημπόρια σου εκείνος να τη σβήνει
Ζήλεια να μην επιτραπεί στο μέσα να θρονιάσει
Τα δικά του - δικά σου στην αυγή που μέρα θα χαράξει
Τα μάτια του να ‘χεις συντροφιά σε μοναξιές του χρόνου
Στήριγμα σαν πέτρα να ακουμπάς
το βάρος κορμιού σε βέλη πόνου
Λόγια Αγίας γραφής
πως ζωή μόνος σου δεν ζείς
Αν δεν αποδέχεσαι να πείς
πως άνθρωπος ισούται με άνθρωπο
όπου μαζί γίνονται ένα
Σύμμαχο ως σαν Αδελφό
Λύκο δυνατό
καθώς δίχως αυτόν
στο κόσμο τούτο νόημα
δεν έχεις “Εσύ” κανένα
Ανυπόδητος Χρόνος
Όλα είναι τόσο σταθερά
τόσο ακίνητα
μα της ζωής τα ανεκτίμητα ξεχνιούνται διαρκώς
από εκείνους που κρατούν ακόμη τα προσχήματα
μίσως δεν τους κρατώ
κακία δεν τους χρεώνω
μόνον ο πόνος που έχω στη καρδιά
με κάμει και ματώνω
για όσους χάθηκαν
ή απο ένα δάκρυ μου μαράθηκαν
τον ήλιο καρφιτσώνω σ'ενα πλατύ πανί θαλάσσης
να ταξιδεύει στο Νοτιά ώσπου να με ξεχάσεις
κι ΄γω παράμερα τον κοιτώ
να σαλπάρει δίχως εμένα
ο πατέρας το 'χε πεί
στη ζωή δε θα 'χεις κανένα
Κανέναν περισσότερο από εσένα την ίδια
εκείνος ξερίζωσε τη καρδιά κρατώντας τη ψηλά
σούφρωσα τα φρύδια
τη ματιά μου ύψωσα
με μιαν ελπίδα είπα
πατέρα
μή κλεινεις τη ψυχή μου
είμαι γυναίκα τολμηρή
έχοντας μόνο μια ευχή
αυτός ο ένας ο Θεός που υπάρχει για εμένα
να με προστατεύει
στη ζωή
πιο πολύ από τον καθέναν
Για ένα βήμα
Μην απορείς
πώς δέκα πατημασιές από θάλασσα το παγκάκι είναι άδειο
είναι από κάποιον που 'φυγε και τράβηξε ευθεία
για μια απόφαση ζωής που πάρθηκε στη Τροία
μιαν Ελένη αγάπησε
ξένη απ' αυτή δε ψάχνει
ξελόγιασε τα θεριά
σέρνει βήμα πιο κοντά
κι όλο φτάνει κι όλο χάνει
μα η φωνή της θάλασσας ξέρει να ξεχωρίζει
όσους 'γιναν ξακουστοί
σε βήμα πιο βαρύ
με αναστεναγμό βαθύ
για μια έκταση νερού
γένους θηλυκού
που χρόνια τώρα
σκούρο χρώματος του μπλέ
δυο καρδιές χωρίζει
Η ρίζα
Σε εσένα που χρωστώ για πάντα την Αρχή μου.
Σε εσένα που μου έμαθες πως όσο πιο βαθιά θάλασσα κολυμπήσω
τόσο πιο καλά θα μάθω τα χέρια μου να ακολουθώ
γιατί τα πόδια ξεγελούν λές-
Σε εσένα που ως μωρό σε είχα επιλέξει να με νανουρίζεις
γιατι με ηρεμούσες με τη σιγουριά σου
-ως και τώρα.
Για εσένα που θα ξέσκιζα με τα δόντια
το θάνατο τον ίδιο και ας θανατωνόμουν , ας χανόμουν
ώστε να μη χαθείς Εσύ ποτέ.
για εσένα Πατέρα και ξανά για Εσένα
θα θυσίαζα ο,τι έχω ζήσει και θα ξεκινούσα ξανά
από μικρό αβγό αρκεί να ήσουν πάλι Εσύ•
μόνο εσύ
η ρίζα της ύπαρξής μου.
{Σε εσένα λοιπόν} προσφέρω το Σ'αγαπώ
Παρέα με μια φωτογραφία
σώματος των 25 Μαρτίων που βαστώ
λέγω λόγια ψυχής
για μια ανάμνηση ζωής
που με καθορίζει.
Μη τα ξεχάσεις ποτέ.
-θα σε δώ σύντομα.
Η Ρίζα/Αγγελική Γαρουφαλή[voice] | |
File Size: | 840 kb |
File Type: | m4a |
Δύο
Νομίζεις πως είναι εύκολο να αντιστέκεσαι στη στιγμή;
Σε ατόφια παρθενική συγκυρία του χρόνου;
Μόνον όσοι ποθούν την αλήθεια επιλέγουν να ρισκάρουν ώστε να την λάβουν πίσω.
Είναι εκείνοι που θυσιάστηκαν στο παρελθόν σε βλέμματα αδυναμίας για να τα ενδυναμώσουν.
Μα τα μάτια είναι αχόρταγα.
Όσο ανέμελα τους προσφέρεσαι τόσο εκείνα σε κατασπαράζουν.
Φτάνεις να αναρωτιέσαι που χάθηκαν κομμάτια σου.
Ψάχνεις μέλη σου γόνιμα.
Αν τους κατόχους βρείς δεν μπορείς να τα ζητήσεις πίσω. Τα έχουν ράψει πάνω τους.
Καταλήγεις να είσαι το πιο ζεστό σημείο σε κορμιά που την ίδια χρονική στιγμή το δικό σου παγώνει.
Όμως ξημερώνει η ώρα που κυριαρχείς ατομικά σε ποιά μάτια θα σε προσφέρεις.
Θα ‘ναι δύο.
Θα σε κόψουν στη μέση.
Έστω τότε θα γνωριζείς- το Ποιός έχει το άλλο σου μισό.
Ερωτευμένος Φόβος
Έρωτας
Πληγές σωμάτων
Ανοιχτές
Συγκυρία
Η κάθε νέα πληγή
Πριν προλάβει να ανοίξει
εσύ την γεμίζεις με εγωισμό γιατί αίμα σου άλλο
δεν θέλεις να χυθεί
[Ερώτηση]
Αν ο έρωτας δεν υφίσταται δίχως
την ύπαρξη του φόβου;
Καθότι έρωτας και ευκολία μαζί δεν πάνε.
Εκτός και αν μπερδεύεις την εμπορική κτήση
με τη συναισθηματική στύση.
Κι αν εν τέλει αυθεντικός έρωτας είναι εκείνος που θα επιλέξεις ο φόβος να γίνει θάρρος ατόφιας συναισθηματικής απόφραξης λέξεων και όχι πλάνης..;
(αυτό το ενδιάμεσο κενό απόφασης στο μυαλό με τη γλώσσα)
Μπορείς να αντέξεις αυτό τον ήχο;
Αν Ναί
Ίσως μόνον τότε αξίζει στο βίο σου
να ακούσεις έστω ένα φευγαλέο ψιθύρισμα από στόμα αυθεντικά ερωτευμένου.
Μάτια αμύγδαλα και Στόμα κεραυνός
ισούται με έρωτα μοιραίας βροχής
σε λιακάδα ευκολίας καλοκαιρινής αυγής.
Η βροχή είναι εκείνη που θα ποτίσει κάθε χώμα ξερό και ανάγλυφα ποδοπατημένο.
Θα το μαλακώσει και θα είναι έτοιμο να δεχθεί νέο σπόρο.
Από το πάντα αγαπούσα τα Υάκινθα
Το καναρινάκι της Ζωής Θέλω να φύγω μακριά Το λέω και σπαράζω Σε άγνωστη ερημιά να μάθω να κουρνιάζω Να μη με νοιάζει αν θα έρχεσαι ή αν θα σε δώ να φεύγεις Με κούρασε στη κάθε αυγή επιβλητικά να λες «πρέπει να μ’ αντέχεις» Εγώ άντεξα να ζώ Και αυτό έχει μεγάλο βάρος Γιατί το να ζείς χαμογελαστός τ’ αύριο απαιτεί να έχεις θάρρος Μάθε λοιπόν πως ως κι ο Θεός ανάγκη τον άνθρωπο τον έχει Να του βαστά το χέρι στα κρυφά και η δράση αυτή υποχρέωση να μην καθιστά Η ταπεινότατη έκκληση αγάπης Όμως τι κι αν τροφή δίνεις στο πουλί με παλάμες που τον παράδεισο του τάζουν Εκείνο τη πόρτα θα φαντάζεται ανοιχτή στα σκοτάδια κλουβιού που το τρομάζουν |
Ανήμπορη Ο έρωτας μου ξεψύχησε στα χέρια Και πώς να τον ζωντανέψω Δίχως δύο ανάσες δεν μπορεί Του δίνω τη δική μου Δεν σταματά να αιμορραγεί Αργοπεθαίνει με απορία ⁃πίστεψα σε αυτή την Ιστορία Ψιθυρίζω πως "και εγώ" ⁃πάρε με αγκαλιά Απαντώ πως -δε μπορώ· με το ένα χέρι σε βαστώ.. κρατώ στο άλλο τη καρδιά μου Τελευταία λόγια ακούγονται ⁃μη φεύγεις Μακριά μου Ο έρωτας ξεψύχησε μια μέρα δίπλα στη θάλασσα |
Κύμα το Κύμα
Βλέννες φτύνει η καρδιά
Καμώνομαι πως άγνωστο μου ‘ναι το τί να κάνω
Και έτσι ανάσα και πιο κοντά στο θάνατο μου φθάνω
Ανάσα που είναι πια βαριά
Σαν πέτρα που δε γέρνει σε βοριά
Κι όλο ελπίζω κι όλο σαπίζω
Όνειρο που πίστεψα παιδί τώρα στάχτη είναι από χαρτί
Χαρτί που είχα πάντοτε στο μέρος της καρδιάς μου
Μα ‘κείνο όσο μεγάλωνα μετατρεπόταν σε φονιάς μου
Κάθε που με σκότωνε εγώ ξαναγεννιόμουν
Ως τη τελευταία φορά που στο πέλαγος πνιγόμουν
Το όνομα σου φώναξα μα τα μάτια σου δεν είδα
Είναι που συνεργός στο θάνατο δηλώθηκες
Οι τελευταίες εικόνες που είδα
Κι εσύ δεν το αρνήθηκες
Δεν ντράπηκες καθόλου
Εκείνο με τρύπησε πολύ
Ανδρεία δεν έδειξες διόλου
Τότε ήταν που θυμήθηκα τίνος γέννημα είμαι
Λευκής Θάλασσας ουρανού
Έτσι από κολύμπι ξέρω-
Για αυτό όσο βαθιά κι αν βυθιστώ
Τη ζωή στην επιφάνεια θα φέρω
Τα αντίθετα
Θυμάμαι πόσα παιδιά ήθελα να μου κάνεις
Δύο
Ένα και ένα
Ένα αντίθετο για ‘σένα
Ένα αντίθετο για ‘μένα
Να τους μάθουμε πως να γνωριστούν τα αντίθετα
Πως ξεκίνησε το εμείς
Από ένα σε θέλω με ένα δε ξέρω
Από μια αναμονή και μια απόσταση
Από ένα φιλί ως ένα κόσμο ολόκληρο
Από το Α μέχρι το Θ
Από εμένα ως εσένα
Και το αντίθετο
Από το οι δυό μας προς όλους
Από το ζωή μου ως το θανατέ μου
Από το “και τι δε θα ‘δινα”
ως το “δεκάρα δε ‘δίνω”
Από τη συγνώμη ως το φταίς
Από το προσπάθησα ως το εγκατέλειψα
Από το μαζί ως το χώρια
Από το θα γυρίσω ως το μην με περιμένεις
Από την επιμονή σου ως την απραγία σου
Από το τίποτα που γεννήθηκε το πάντα
Από το «εγώ με εσένα αποκλείεται» ως
το «είναι ο άντρας της ζωής μου»
Από το μη φοβάσαι τίποτα ως φοβάμαι τη σκιά μου
Από το άνω σου χείλος ως το κάτω μου
Από τα μάτια σου ως τα δικά μου
Από το παρελθόν ως το παρόν
Από το πέρασαν χρόνια ως το δεν πέρασε μια μέρα
Quotes
"Μεγάλη ουσία τα χέρια στον άνθρωπο , ορίζουν το εγώ του."
"Τον χρόνο να μην τον αψηφάς. Σε μετρά αντίστροφα σε κάθε χτύπο της καρδιάς."